ερυθρώ

ερυθρώ
(ο) μετ. красить, окрашивать в красный цвет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ερυθρώ" в других словарях:

  • ερυθρώ — ἐρυθρῶ, όω [ερυθρός] κάνω κάτι ερυθρό, βάφω κάτι κόκκινο …   Dictionary of Greek

  • ἐρυθρῷ — ἐρυθρός red masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυθρώ — ἐρυθρός red masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρύθρῳ — Ἔρυθρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυθρῶι — ἐρυθρῷ , ἐρυθρός red masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek

  • ερύθρωτος — η, ο [ερυθρώ] (για ζώα) αυτός που έχει κόκκινα αφτιά …   Dictionary of Greek

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»